ολοφρονώ

ολοφρονώ
ὀλοφρονῶ, -έω (Α)
είμαι δόλιος, απατεώνας, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός* (ΙΙ) «ολέθριος» + -φρονῶ (< -φρων < φρήν, φρενός) ή < *ὀλοοφρονῶ < ὀλοόφρων, με σίγηση τού φωνήεντος -ο-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”